συλλεκτικός

συλλεκτικός
-ή, -ό / συλλεκτικός, -ή, -όν, ΝΑ [συλλέγω]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συλλέκτη
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η συλλεκτική
η ενασχόληση τού συλλέκτη
2. φρ. «συλλεκτική και κυνηγετική κοινωνία»
(κοινων. ανθρωπολ.) κάθε ανθρώπινη κοινωνία που εξαρτάται από το κυνήγι, την αλιεία και τη συλλογή άγριων, μη καλλιεργούμενων, φυτών, καρπών και άλλων ειδών διατροφής για τη συντήρησή της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυσυλλεκτικός — ή, ό, Ν αυτός που συλλέγει πρόσωπα ή πράγματα από πολλά μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + συλλεκτικός (< συλλέγω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”